Ξύπνησε όπως κάθε πρωί στις επτά.
Τι κι αν ήταν Κυριακή, οι συγγραφείς πρέπει να έχουν ένα πρόγραμμα, έτσι του
είχαν πει και το πίστευε. Ίσιωσε το τσουλούφι του, έριξε νερό στο πρόσωπό του
κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Η δεσποινίς Φρόσω του είχε στρώσει για
πρωινό και είχε φέρει τις κυριακάτικες εφημερίδες. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να
το κάνει αλλά συνέχιζε, λες και δεν είχε βγει στη σύνταξη, λες και δεν είχε
πεθάνει το αφεντικό της, λες κι ήταν η γιαγιά του κι έπρεπε να συνεχίζει να τον
φροντίζει μέχρι να πεθάνει. Χαμογέλασε.
Η μέρα ξεκινούσε όπως θα έπρεπε
να είχε ξεκινήσει. Τεντώθηκε με ευχαρίστηση. Καταβρόχθισε το πρωινό του και
γέμισε την κούπα του με καφέ. Όλα τέλεια ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Όμως,
κάτι δεν του πήγαινε καλά απ’ τη στιγμή που είχε ξυπνήσει. Γιατί να έχει, άραγε,
αυτή την περίεργη διάθεση; Ήταν Κυριακή, είχε φάει σαν λόρδος και σε λίγο θα
ξεκινούσε το γράψιμο. Τρία κεφάλαια ακόμα και θα τελείωνε. Κι όμως, ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι τον
εμπόδιζε να απολαύσει τη μέρα του. Αποφάσισε να μη δώσει σημασία. Άρπαξε την
κούπα και τις εφημερίδες και κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Η κίνηση κάτω στο δρόμο
είχε ξεκινήσει. Χάζεψε για λίγο τους περαστικούς και τα καπέλα τους, ρούφηξε
τον καφέ του κι άπλωσε μια εφημερίδα στα γόνατά του.