ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΟΤΟΠΙΑ




Για μικρά tips που θα κάνουν τη συγγραφική ζωή σας ευκολότερη,
Στην κατηγορία λέξεις για τις λέξεις, συγγραφείς μιλούν για τη συγγραφή.
μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ποίηση και
αποσπάσματα βιβλίων, παλιών, νέων, αγαπημένων.
Στην κατηγορία λογοτεχνικά είδη,
θα βρείτε κείμενα της θεωρίας της λογοτεχνίας
και επιστημονικές εργασίες.

26 Μαρ 2017

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Ο Περίπατος (Νεκρή Πιάτσα), Ντίνος Χριστιανόπουλος



Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Ένα άσπρο ημιφορτηγάκι σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. «Ξεχάσατε το μαξιλάρι και τις παντόφλες της μητέρας σας», μου είπε ένα γεροντάκι που κατέβηκε από μπροστά. Μου άνοιξε την κλειστή καρότσα και είδα μέσα τη μητέρα μου, συγυρισμένη στο κιβούρι της και σκυθρωπή. «Μην παραξενεύεστε», συνέχισε το γεροντάκι. «Άμα, κανείς πεθάνει στην κλινική, τον κουβαλάμε μ’ αυτό, για να μη βλέπουν οι άρρωστοι τη νεκροφόρα κι αγριεύονται.» Της βάλαμε το μαξιλάρι και τις παντόφλες. «Θέλω μια χάρη», του είπα· “πριν να την πάτε στο νεκροταφείο, κάντε της μια γυροβολιά. Θα το χαρεί πολύ η ψυχή της.»

Όταν το απόγευμα την κατεβάζαμε στον τάφο, ένα χαμόγελο άνθιζε στο πρόσωπό της.
(από τη συλλογή διηγημάτων "Νεκρή πιάτσα" του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εκδόσεις "Διαγώνιος")

ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/christos.xanthakis?hc_ref=NEWSFEED&fref=nf

24 Μαρ 2017

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Μαρία Μήτσορα Ο Μαγευτικός Φακός


Αποτέλεσμα εικόνας για Ο ΜΑΓΕΥΤΙΚΟΣ ΦΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΡΑ ΠΑΤΑΚΗΣ 2006

«Σ’ αυτόν τον κήπο με τις χρυσόπαπιες και με τις καρντερίνες ξεκαρδιζόταν ένας καταρράκτης από αίμα που πάγωνε ξαφνικά την ένατη μέρα του χειμώνα και γινότανε συμπαγές κομμάτι κατακόκκινο. Με ροζ αφρούς εδώ κι εκεί σχηματίζοντας στεφάνια τούλι μαρμαρωμένο. Το πιο θαυμαστό όμως ήταν η βλάστηση. Ο κήπος ήτανε γεμάτος πρασινούλικα σώματα μικρών παιδιών, άλλα σε στάση οριζόντια σαν παρτέρια ανοιγμένα από πάνω μέχρι κάτω φυτεμένα κρίνους και πανσέδες, κι άλλα όρθια υπέρκομψα δενδρύλλια με τα λουλούδια να κρέμονται απ’ τα ρουθούνια και τους καρπούς να ξεχύνονται απ’ τ’ αυτιά φτιάχνοντας βαριά σκουλαρίκια ή να κυλάνε απ’ τα μάτια δάκρυα χαράς. Όλα αυτά τα παιδάκια είχανε τιμωρηθεί για κάποια απότομη ερώτηση με την πιο τιμητική δοκιμασία.Τη Γενική Εγχείριση.Τριακόσιοι εξήντα πέντε κηπουροί όλοι τους πανύψηλοι συγγενείς του Αυτοκράτορα δούλευαν σαν τις μέλισσες μέρα-νύχτα, φροντίζοντας με πηχτές ενέσεις την τροφή των πράσινων παιδιών, διορθώνοντας τη στάση των κορμών, των μπράτσων, γυρίζοντας όλα τα κεφαλάκια ψηλά προς το παλάτι.
Ο Αυτοκράτορας μόλις είχε τελειώσει τη Γενική Εγχείριση στη μικρή Σαλίβα, το σώμα της λευκό ακόμη ήταν ξαπλωμένο στο τραπέζι του Υπαίθριου Χειρουργείου. Τρυφερές μελιτζάνες ξεπήδαγαν από τις άκρες των δαχτύλων της και μια μελιτζάνα γίγας κρεμότανε από τον αφαλό της. Ευχαριστημένος έτριξε την πλάτη του κι ανηφόρισε προς τον Πύργο των Ουράνιων Λιπασμάτων σκουπίζοντας τα χέρια του στη σταχτιά ταφταδένια του ρόμπα.
Αύριο θα σου πω για το παλάτι της χλωροφύλλης και για το ΚΛΕΙ, το κλειδί της Σοφίας και της Δύναμης του»


Ο ΜΑΓΕΥΤΙΚΟΣ ΦΑΚΟΣ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ, Εκδόσεις ΑΚΜΩΝ 1978)

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές – Ενοικιάζονται όνειρα




Στις εννιά η ώρα το πρωί, εκεί που παίρναμε το πρωινό μας στη βεράντα του ξενοδοχείου Ριβιέρα στην Αβάνα, ένα τρομακτικό κύμα εμφανίστηκε στα καλά καθούμενα-η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ήρεμη-και ήρθε και συντρίφτηκε πάνω μας. Σήκωσε τα αυτοκίνητα που πέρναγαν μπροστά στην παραλιακή λεωφόρο καθώς και μερικά άλλα που ήταν παρκαρισμένα εκεί κοντά και τα τίναξε στον αέρα κάνοντάς τα κομμάτια στον πλαϊνό τοίχο του ξενοδοχείου.
Ήταν σαν μια έκρηξη δυναμίτη που σκόρπισε τον πανικό στους είκοσι ορόφους του κτιρίου μας, και μετατρέποντας το χολ σε ένα σωρό από σπασμένα γυαλιά όπου πολλοί ενοικιαστές είχαν εκσφεντονιστεί στον αέρα σαν έπιπλα. Μερικοί είχαν τραυματιστεί απ’ το χαλάζι των γυαλιών. Πρέπει να ήταν ένα παλιρροϊκό κύμα μνημειώδους μεγέθους: το ξενοδοχείο προστατευόταν από τη θάλασσα από έναν τοίχο και τη φαρδιά, διπλής κατεύθυνσης λεωφόρο που περνάει μπροστά του, αλλά το κύμα είχε ξεσπάσει με τέτοια δύναμη που εξαφάνισε το γυάλινο χολ.
Κουβανοί εθελοντές, με τη βοήθεια των τοπικών πυροσβεστών, άρχισαν να καθαρίζουν τις ζημιές και σε λιγότερο από έξι ώρες, αφού έκλεισαν την πύλη προς τη θάλασσα κι άνοιξαν μια εναλλακτική είσοδο, όλα επανήλθαν στη φυσική τους κατάσταση. Όλο το πρωινό κανένας δεν έδωσε σημασία στο αυτοκίνητο που είχε συντριβεί πάνω στον τοίχο του ξενοδοχείου, πιστεύοντας ότι ήταν ένα από τα αυτοκίνητα τα παρκαρισμένα στην παραλιακή λεωφόρο. Αλλά όταν τελικά ένας γερανός το μετακίνησε, ανακαλύφθηκε το σώμα μιας γυναίκας, δεμένο στο κάθισμα του οδηγού με τη ζώνη ασφαλείας. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό ώστε δεν είχε μείνει ούτε ένα κόκαλο στο σώμα της που να μην ήταν σπασμένο. Το πρόσωπό της ήταν υπεράνω αναγνώρισης. Αλλά υπήρχε ένα δαχτυλίδι στο δάχτυλό της, που είχε παραμείνει ανέπαφο: είχε το σχήμα φιδιού με δυο σμαράγδια για μάτια. Η αστυνομία είπε ότι ήταν η οικονόμος του νέου πρέσβη της Πορτογαλίας και της γυναίκας του. Στην πραγματικότητα, είχε φτάσει μόλις πριν δεκαπέντε μέρες κι εκείνο το πρωί είχε φύγει για την αγορά με το καινούργιο τους αυτοκίνητο. Το όνομά της δε1 μου έλεγε τίποτα, όταν διάβασα για το συμβάν στην εφημερίδα, αλλά εκείνο το δαχτυλίδι, το σχήμα του φιδιού και τα σμαράγδια για μάτια, με έβαλε σε σκέψεις. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να μάθω σε ποιο δάχτυλο το φορούσε.
Ήταν μια ουσιώδης λεπτομέρεια: φοβόμουν ότι πιθανόν να ήταν μια γυναίκα που ήξερα και την οποία ποτέ δε θα ξεχάσω, ακόμα κι αν δεν έμαθα ποτέ το πραγματικό της όνομα. Κι εκείνη είχε ένα δαχτυλίδι στο σχήμα του φιδιού με σμαράγδια για μάτια, αλλά πάντοτε το φορούσε στο πρώτο δάχτυλο του δεξιού χεριού, κάτι το ασυνήθιστο ειδικά τότε.
Την είχα συναντήσει πριν σαράντα έξι χρόνια στη Βιέννη, έτρωγε λουκάνικα και βραστές πατάτες κι έπινε μπίρα κατ’ ευθείαν από το βαρέλι σε μια ταβέρνα όπου σύχναζαν Λατινοαμερικάνοι φοιτητές. Εκείνο το πρωί είχα φτάσει από τη Ρώμη κι ακόμα θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε κάνει το πλούσιο στήθος της-λες και ανήκε σε σοπράνο-οι χυτές ουρές της αλεπούς γύρω απ’ το κολάρο του παλτού της και το αιγυπτιακό δαχτυλίδι σε σχήμα φιδιού. Μιλούσε στοιχειώδη Ισπανικά με μια προφορά μαγαζάτορα και κομμένη την ανάσα και υποθέτω πως θα πρέπει να ήταν Αυστριακή, η μόνη σε κείνο το μακρόστενο ξύλινο τραπέζι. Είχα κάνει λάθος: είχε γεννηθεί στην Κολομβία και το διάστημα του Μεσοπολέμου είχε ταξιδέψει στην Αυστρία για να σπουδάσει τραγούδι και μουσική. Όταν τη συνάντησα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα κι είχε αρχίσει να γερνάει πριν την ώρα της κι έτσι ανέδιδε κάποια μαγεία: και επίσης, ο πιο φοβερός άνθρωπος που έχω συναντήσει ποτέ μου.
Eκείνη την εποχή -τέλη της δεκαετίας του ’40-η Βιέννη δεν ήταν τίποτα άλλο από μια παλιά αυτοκρατορική πόλη την οποία η Ιστορία είχε υποβιβάσει σε μια απόμακρη επαρχιακή πρωτεύουσα, τοποθετημένη μεταξύ των δύο ασυμφιλίωτων κόσμων του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ένας παράδεισος για τους μαυραγορίτες και τους κατασκόπους. Δεν μπορούσα να φανταστώ περιβάλλον που θα ταίριαζε πιο πολύ στη φυγάδα συμπατριώτισσά μου, που εξακολουθούσε να τρώει στην ταβέρνα των φοιτητών, στη γωνιά, μόνο και μόνο από νοσταλγία για τις ρίζες της, γιατί είχε χρήματα περισσότερα απ’ όσα της χρειάζονταν για να αγοράσει ολόκληρη την ταβέρνα,  συμπεριλαμβανομένων και των φαγητών. Ποτέ δε μας είπε το πραγματικό της όνομα. Πάντα αναφερόμασταν σ’ αυτήν με το όνομα που είχαν επινοήσει γι’ αυτήν οι Λατινοαμερικάνοι φοιτητές: Φράου Φρίντα.
Με το που μας σύστησαν διέπραξα την τυχαία απερισκεψία να τη ρωτήσω πώς βρέθηκε σε τούτη τη μεριά του κόσμου, τόσο μακριά και τόσο διαφορετική απ’ τα ανεμοδαρμένα ύψη της περιοχής Κουιντίο της Κολομβίας. Μου απάντησε ορθά κοφτά: «Ενοικιάζω τον εαυτό μου να ονειρεύεται».
Αυτό ήταν το επάγγελμά της. Ήταν το τρίτο από τα έντεκα παιδιά ενός ευκατάστα του καταστηματάρχη απ’ την παλιά
περιοχή της Κάλδας και, από τότε που έμαθε να μιλάει, το καθιέρωσε ως συνήθεια να διηγείται τα όνειρά της πριν το πρωινό, όταν, είπε, οι δυνάμεις της προαίσθησης ήταν στη δυνατότερη καθαρότητά τους. Όταν ήταν επτά χρόνων
ονειρεύτηκε ότι ένας από τους αδελφούς της είχε παρασυρθεί από ένα μαινόμενο χείμαρρο. Η μητέρα, απλά και μόνο από νευρική δεισιδαιμονία, αρνήθηκε να επιτρέψει στο γιο της να κάνει εκείνο που απολάμβανε πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο: να κολυμπήσει στο παραπλήσιο φαράγγι. Αλλά η Φράου Φρίντα είχε ήδη αναπτύξει το δικό της σύστημα ερμηνείας των προφητειών της.
«Αυτό που συμβαίνει στο όνειρο», εξήγησε, «δεν είναι ότι πρόκειται να πνιγεί, αλλά ότι δεν κάνει να τρώει γλυκά». Η ερμηνεία είχε ως αποτέλεσμα μια τρομερή τιμωρία, ειδικά για ένα πεντάχρονο αγόρι που δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του δίχως τα γλυκά της Κυριακής. Αλλά η μητέρα, επηρεασμένη από τις μαντικές δυνάμεις της κόρης της, βεβαίωσε ότι θα έμενε πιστή στη διαταγή της. Δυστυχώς, σε μια στιγμή που κανείς δεν πρόσεχε, ο γιος πνίγηκε μ’ ένα γλειφιτζούρι που έτρωγε κρυφά. Στάθηκε αδύνατο να τον σώσουν. Η Φράου Φρίντα ποτέ δε φαντάστηκε ότι θα ήταν δυνατό να κερδίσει τα προς το ζειν απ’ το ταλέντο της, μέχρις ότου η ζωή την άρπαξε απ’ το σβέρκο και, ένα βαρύ βιεννέζικο χειμώνα, χτύπησε το κουδούνι του πρώτου σπιτιού στο οποίο ήθελε να κατοικήσει. Όταν τη ρώτησαν τι μπορεί να κάνει, πρόσφερε την απλή απάντηση: «Ονειρεύομαι». Μετά από μια σύντομη εξήγηση, η κυρία του σπιτιού την προσέλαβε αντί ενός μισθού που ήταν κάτι περισσότερο από χαρτζιλίκι αλλά με ένα πολύ καλό δωμάτιο και τρία γεύματα τη μέρα. Πάνω απ’ όλα υπήρχε το πρωινό, η ώρα εκείνη όπου τα μέλη της οικογένειας κάθονταν για να πληροφορηθούν για το άμεσο πεπρωμένο τους: ο πατέρας, ένας πονηρός rentier, η μητέρα, μια εύθυμη γυναίκα με πάθος για ρομαντική μουσική δωματίου, και τα δυο παιδιά, ηλικίας έντεκα και εννιά χρονών. Όλοι τους ήταν θρησκευόμενοι και ως εκ τούτου επιδεκτικοί σε αρχαϊκές δεισιδαιμονίες. Ήταν πολύ ευχαριστημένοι με την άφιξη της Φράου Φρίντα στο σπίτι τους, υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι κάθε μέρα θα αποκάλυπτε τη μοίρα της οικογένειας μέσω των ονείρων της.
Τα πήγαινε θαυμάσια, ειδικά κατά τη διάρκεια του πολέμου που ακολούθησε, όταν η ζωή ήταν χειρότερη από οποιοδήποτε εφιάλτη. Στο πρωινό τραπέζι κάθε μέρα, μόνη της αποφάσιζε τι θα έκανε εκείνη τη μέρα το κάθε μέλος της οικογένειας και πώς θα το έκανε, έως ότου οι προγνώσεις της έγιναν η μόνη φωνή εξουσίας του σπιτιού. Η κυριαρχία της πάνω στην οικογένεια ήταν απόλυτη: ακόμα κι ο πιο ασήμαντος αναστεναγμός γινόταν έπειτα από εντολή της. Ο πατέρας είχε πεθάνει λίγο πριν φτάσω στη Βιέννη και είχε φροντίσει να αφήσει στη Φράου Φρίντα ένα μέρος της περιουσίας του, πάλι υπό τον όρο ότι θα εξακολουθούσε να ονειρεύεται για την οικογένεια μέχρις ότου δε θα μπορούσε πια να ονειρεύεται. Πέρασα ένα μήνα στη Βιέννη ζώντας τη λιτή ζωή των φοιτητών ενώ περίμενα χρήματα τα οποία ποτέ δεν έφτασαν. Οι απρόσμενες γενναιόδωρες επισκέψεις της Φράου Φρίντα στην ταβέρνα μας ήταν σαν φιέστες στην ούτως ή άλλως πενιχρή κατάστασή μας. Μια νύχτα-η δυνατή μυρωδιά της μπίρας πάνω μας-μου ψιθύρισε κάτι στο αυτί με τέτοια πειθώ που δεν μπόρεσα να το αγνοήσω.
«Ήρθα εδώ ειδικά για να σου πω ότι χθες βράδυ σε είδα στον ύπνο μου», είπε. «Πρέπει να φύγεις αμέσως απ’ τη Βιέννη και να μην επιστρέψεις πριν περάσουν πέντε χρόνια.» Τέτοια ήταν η πειθώ της ώστε την ίδια νύχτα πήρα το τελευταίο τρένο για τη Ρώμη. Έτρεμα τόσο που πιστεύω ότι επέζησα μιας καταστροφής που δε συνάντησα. Μέχρι σήμερα δεν έχω πατήσει το πόδι μου στη Βιέννη.
Πριν το συμβάν στην Αβάνα συνάντησα άλλη μια φορά τη Φράου Φρίντα, στη Βαρκελώνη, σε μια συνάντηση τόσο απρόσμενη που μου φάνηκε εξαιρετικά μυστηριώδης. Ήταν η μέρα που ο Πάμπλο Νερούδα έβαλε το πόδι του σε ισπανικό χώμα για πρώτη φορά απ’ τον εμφύλιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια μιας στάσης ενός μεγάλου θαλασσινού ταξιδιού προς το Βαλπαραΐσο της Χιλής. Πέρασε το πρωινό του μαζί μας, κυνηγός σε παλιά βιβλιοπωλεία, αγοράζοντας τελικά ένα ξεθωριασμένο βιβλίο με  σκισμένα εξώφυλλα για το οποίο πρέπει να πλήρωσε το αντίστιχο μισθού δύο μηνών του Χιλιανού πρόξενου στο Ρανγκούν. Περπατούσε οκνηρά σαν ένας ελέφαντας που είχε ρευματισμούς, δείχνοντας παιδικό ενδιαφέρον για τον εσωτερικό μηχανισμό του κάθε πράγματος που αντίκριζε. Ο κόσμος του φαινόταν σαν ένα γιγάντιο ρολόι-παιχνίδι. Δεν ξέρω κανέναν που να έχει προσεγγίσει τόσο πολύ την ιδέα του Πάπα της Αναγέννησης-αυτό το μίγμα λαιμαργίας και λεπτότητας-ο οποίος, είτε το ‘θελε είτε όχι, θα κυριαρχούσε και θα προήδρευε σε οποιοδήποτε τραπέζι. Η Ματίλδη, η γυναίκα του, τον τύλιξε σε μια σαλιερίτσα που έμοιαζε πιο πολύ με ποδιά από κουρείο παρά με πετσέτα εστιατορίου, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος να τον προφυλάξει απ’ το να βουτηχτεί στις σάλτσες. Εκείνη τη μέρα ο Νερούδα έφαγε τρεις ολόκληρους αστακούς, διαμελίζοντάς τους με την ακρίβεια ενός χειρουργού, ενώ ταυτόχρονα καταβρόχθιζε με τα μάτια τα πιάτα όλων των άλλων, έως ότου δεν μπορούσε πια ν’ αντισταθεί και τσιμπούσε απ’ το κάθε πιάτο με μια απόλαυση και μια όρεξη που όλοι τη βρήκαν κολλητική: μύδια από τη Γαλικία, αγριόχηνες από την Κανταμπρία, μεγάλες γαρίδες από την Αλικάνδη, ξιφία από την Κόστα Μπράβα. Στο μεταξύ μιλούσε ακατάπαυστα, ακριβώς όπως οι Γάλλοι, για μαγειρικές απολαύσεις, ειδικά για τα προϊστορικά οστρακοειδή της Χιλής που ήταν ο έρωτας της καρδιάς του.
Και τότε ξαφνικά σταμάτησε να τρώει, έπιασε τα αυτιά του όπως τις αντένες ενός αστακού, και μου ψιθύρισε: «Υπάρχει κάποιος πίσω μου που μ’ έχει καρφώσει με τα μάτια του». Κοίταξα πάνω απ’ τον ώμο του. Ήταν αλήθεια. Τρία τραπέζια πιο πίσω, μια γυναίκα, χωρίς ντροπή, μ’ ένα παλιομοδίτικο τσόχινο καπέλο κι ένα μοβ μαντίλι, μασούσε αργά το φαγητό της με τα μάτια της καρφωμένα στον Νερούδα. Την αναγνώρισα αμέσως. Ήταν μεγαλύτερη και πιο χοντρή, αλλά ήταν εκείνη, με το δαχτυλίδι στο σχήμα του φιδιού στο πρώτο της δάχτυλο. Είχε ταξιδέψει στο ίδιο πλοίο με τους Νερούδα από τη Νάπολη, αλλά δεν είχαν συναντηθεί στο πλοίο. Την καλέσαμε για  καφέ και την παρακάλεσα να μας μιλήσει για τα όνειρά της, μόνο και μόνο για να διασκεδάσει τον ποιητή. Αλλά ο ποιητής δεν τα έτρωγε αυτά, ανακοινώνοντας μονομιάς ότι δεν πίστευε στη μαντική ικανότητα των ονείρων. «Μόνο η ποίηση είναι μάντις», είπε.
Μετά το γεύμα και την αναπόφευκτη βόλτα στη Ράμπλας, εσκεμμένα βρέθηκα με τη Φράου Φρίντα, έτσι για την ανανέωση της φιλίας μας, χωρίς να μας ακούνε οι άλλοι. Μου είπε ότι είχε πουλήσει την περιουσία της στην Αυστρία και, έχοντας αποσυρθεί στο Πόρτο, στην Πορτογαλία, τώρα έμενε σε μια απομίμηση κάστρου στην άκρη ενός γκρεμνού απ’ όπου μπορούσε κι έβλεπε ολόκληρο τον Ατλαντικό έως την Αφρική. Ήταν ολοφάνερο, αν και δεν το είπε ξεκάθαρα, ότι από όνειρο σε όνειρο κατέληξε να κληρονομήσει ολόκληρη την περιουσία των κάποτε απίθανων Βιεννέζων εργοδοτών της. Ακόμα κι αυτό δε με εντυπωσίασε, μόνο και μόνο γιατί πάντα νόμιζα ότι τα όνειρά της δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα τέχνασμα για να τα βγάζει πέρα. Της το δήλωσα. Γέλασε με το ψεύτικο γέλιο της. «Είσαι τόσο αναιδής όσο ήσουν πάντα», είπε. Οι υπόλοιποι της παρέας είχαν σταματήσει και περίμεναν τον Νερούδα που τώρα μιλούσε σαν παπαγάλος σε χιλιανική αργκό, στο παζάρι των πουλιών.
Όταν ξανάπιασαν την κουβέντα η Φράου Φρίντα είχε αλλάξει θέμα: «Επί τη ευκαιρία», είπε, «μπορείς να επιστρέψεις στη Βιέννη αν θέλεις». Τότε κατάλαβα ότι είχαν περάσει δεκατρία χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση. «Ακόμα κι αν τα όνειρά σου δεν είναι αληθινά, ποτέ δε θα επιστρέψω», της είπα, «μήπως και…» Στις τρεις χωρίσαμε για να συνοδέψω τον Νερούδα στην ιερή του σιέστα που την έκανε στο σπίτι μας, ακολουθώντας μερικές επίσημες προπαρασκευαστικές τελετουργίες που, για κάποιο λόγο, μου θύμισαν την ιαπωνική τελετή του τσαγιού. Μερικά παράθυρα έπρεπε να ανοίξουν, άλλα να κλείσουν -η ακριβής θερμοκρασία ήταν ουσιώδης- και μόνο κάποιο είδος φωτός από κάποια κατεύθυνση ήταν ανεκτό. Και τότε: απόλυτη σιωπή. Ο Νερούδα κοιμόταν αμέσως και ξυπνούσε δέκα λεπτά αργότερα, όπως κάνουν τα παιδιά. Εμφανίστηκε στο λίβινγκ ρουμ, φρέσκος φρέσκος, το μονόγραμμα απ’ τη μαξιλαροθήκη χαραγμένο στο μάγουλό του.
«Ονειρεύτηκα τη γυναίκα που ονειρεύεται», είπε. Η Ματίλδη τού ζήτησε να μας πει το όνειρό του. «Ονειρεύτηκα ότι με ονειρεύτηκε», είπε. «Ακούγεται σαν τον Μπόρχες», είπα. Με κοίταξε έκπληκτος. «Το ‘χει γράψει κιόλας;» «Αν δεν το ‘χει γράψει θα το γράψει κάποια μέρα», είπα. «Θα είναι ένας από τους λαβυρίνθους του». Με το που επιβιβαστήκαμε στις έξι εκείνου του απογεύματος, ο Νερούδα μας χαιρέτησε, πήγε να καθήσει σ’ ένα απόμακρο τραπέζι κι άρχισε να γράφει στίχους με την ίδια πένα πράσινου μελανιού που χρησιμοποιούσε για να σχεδιάζει λουλούδια, ψάρια και πουλιά στις αφιερώσεις που υπέγραφε στα βιβλία του. Με την πρώτη αναγγελία της αποβίβασης ψάξαμε για τη Φράου Φρίντα και τελικά, εκεί που νομίζαμε ότι δε θα τη βρίσκαμε, την είδαμε στο κατάστρωμα της τουριστικής θέσης. Κι εκείνη είχε μόλις σηκωθεί απ’ τη σιέστα της. «Ονειρεύτηκα τον ποιητή σας», μας είπε. Κατάπληκτος της ζήτησα να μου πει το όνειρο. «Ονειρεύτηκα ότι με ονειρευόταν», είπε και το δύσπιστο βλέμμα μου τη σάστισε. «Τι περιμένεις; Καμιά φορά στα όνειρα πρέπει να υπάρχει και κάποιος που να μην έχει καμιά σχέση με την πραγματική ζωή».
Ποτέ δεν την ξαναείδα, δεν την έβαλα στο νου μου μέχρι που άκουσα για το δαχτυλίδι σε σχήμα φιδιού στο δάχτυλο της γυναίκας που πέθανε στη θαλάσσια συμφορά στο ξενοδοχείο Ριβιέρα. Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ και σε μια διπλωματική δεξίωση μετά λίγους μήνες ρώτησα τον πρέσβη της Πορτογαλίας. Ο πρέσβης μού μιλούσε γι’ αυτήν με ενθουσιασμό και τρομερό θαυμασμό. «Δεν μπορείς νο φανταστείς πόσο ασυνήθιστη ήταν», είπε. «Θα σου ήταν αδύνατο να αντισταθείς, θα έγραφες μια ιστορία γι’ αυτήν». Και συνέχισε στο ίδιο πνεύμα με μερικές τυχαίες, εκπληκτικές λεπτομέρειες, αλλά χωρίς να φαίνεται το τέλος πουθενά. «Πες μου τότε», είπα τελικά, διακόπτοντάς τον, «τι ακριβώς έκανε;» «Τίποτα», μου απάντησε, υψώνοντας τους ώμους ως ένδειξη παραίτησης, «Έβλεπε όνειρα».
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές – Ενοικιάζονται όνειρα
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Κ.Π. Καβάφης, Δέησις

Κ.Π. Καβάφης
Δέησις

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη. —
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και ναν καλοί καιροί —
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.

Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος (T.S. Eliot)

Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.
Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος
είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο
και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών
όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί.
Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση
που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα
μόνο σ’ έναν κόσμο από εικασίες.
Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν.
Μετάφραση Χ. Βλαβιανός

ΠΑΡΑΘΥΡΑ, εκδ.Μολύβι





Ένα ποίημα από τη συλλογή "Παράθυρα" εκδ. Μολύβι (η φωτο από την έκθεση)

Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ A tale of two cities

It was the best of times,
it was the worst of times,
it was the age of wisdom,
it was the age of foolishness,
it was the epoch of belief,
it was the epoch of incredulity,
it was the season of Light,
it was the season of Darkness,
it was the spring of hope,
it was the winter of despair,
we had everything before us, we had nothing before us, we were all going direct to Heaven, we were all going direct the other way— in short, the period was so far like the present period, that some of its noisiest authorities insisted on its being received, for good or for evil, in the superlative degree of comparison only.

CHARLES DICKENS, A tale of two cities

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Αναφορά στον Γκρέκο, Καζαντζάκης

Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.

-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περιχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να ’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’ μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!

Σαπφώ, ΑΤΘΙΔΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΤΘΙΔΑ
ΑΤΘΙΔΑ
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη,
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
Ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα,
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
απ’ το νερό πιο δροσερή,
κι από το πέπλο το λεπτό πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή,
απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή,
κι από τη λύρα πιο γλυκειά, πιο μουσική.


Κι από το γάλα πιο λευκή,

Γράφτηκε χιλιάδες χρόνια πριν, από τη Σαπφώ, (μετάφραση Ο. Ελύτης)

https://www.youtube.com/watch?v=8qE73jrNlbg

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΙ Πώς φτιάχνονται τα ποιήματα

Σχετική εικόνα
Μαγιακόβσκι: «Περπατάω, χειρονομώ και βγάζω βρυχηθμούς, ακόμα σχεδόν χωρίς λόγια και πότε κόβω το βήμα για να μη διαταράσσεται το μούγκρισμα πότε επιταχύνω το μούγκρισμα στον ρυθμό των βημάτων.
Έτσι τορνεύεται και φορμάρεται ο ρυθμός -η βάση του δη- αφού δηλαδή πρώτα το διαπεράσει το ποίημα ο ρυθμός με τη μορφή βοής. Σιγά σιγά απ' αυτή τη βοή αρχίζεις και ξεχωρίζεις λέξεις. ...Πρώτη, το πιο συχνά, φανερώνεται η κύρια λέξη. Η κύρια λέξη χαρακτηρίζει και το νόημα του ποιήματος ή είναι εκείνη που πάνω της στηρίζεται η ρίμα. ...Από πού έρχεται αυτός ο πρώτος ρυθμός-βοή, άγνωστο. Για μένα είναι η επανάληψη μέσα μου κάθε ήχου, θορύβου, λικνίσματος, ακόμη και η επανάληψη κάθε παράστασης που εγώ προσλαμβάνω σαν ήχο. ...Η προσπάθεια να οργανώσεις την κίνηση, να οργανώσεις τους ήχους γύρω σου, ανακαλύπτοντας τον χαρακτήρα, τις ιδιαιτερότητές τους, είναι μία από τις σημαντικές σταθερές στη δουλειά της ποίησης, τα ρυθμικά αποθέματα δηλαδή...
Ο ρυθμός είναι η βασική δύναμη, η βασική ενέργεια του ποιήματος. Δεν γίνεται να τον εξηγήσεις. ...Ο ρυθμός γεννιέται μέσα μου όταν αρχίζω να επενδύω αυτή τη ρυθμική βοή με λέξεις, λέξεις που τις κινεί ο στόχος».
(Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι, Πώς φτιάχνονται τα ποιήματα, Υψιλον, μτφρ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)

ΠΗΓΗ: http://www.e-poema.eu

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ, Κάτω από το γαλατόδασος, Ντύλαν Τόμας


Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.

"- Είμαι ένας υφασματέμπορας τρελός από έρωτα. Σ' αγαπώ περισσότερο από τη φανέλα, το κουκουλάρικο, το δίμιτο, το κρεπ, το κρετόν, το κρεπ ντε σιν, τη μουσουλίνα, την ποπλίνα, το καναβάτσο, το μερινός κι απ' όλα τα υφάσματα του κόσμου. Ήρθα να σε πάρω στο εμπορικό μου, στο Λόφου, όπου τα ρέστα έρχονται αυτόματα. Πέταξε τα σοσόνια του ύπνου και την ουαλέζικη μάλλινη ζακέτα σου, εγώ θα σου ζεστάνω τα σεντόνια σαν ηλεκτρική ψηστιέρα. Θα ξαπλώσω δίπλα σου σαν ψητό της Κυριακής.
- Θα σου πλέξω ένα πουγκί μη-με-λησμόνει μπλε για τα λεφτά σου. Θα σου ζεστάνω την καρδιά κοντά στη φωτιά τόσο πολύ, που να τη φοράς κατάσαρκα όταν κλείνεις το μαγαζί."
Ντύλαν Τόμας, Κάτω από το γαλατόδασος, μτφ Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, εκδόσεις Ερμείας

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ The sound of silence, Paul Simon

Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.

Ο γυάλινος κώδων, Σίλβια Πλαθ

Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.

«Γι` αυτόν που βρίσκεται μέσα στο γυάλινο κώδωνα, άδειος κι ακινητοποιημένος σαν νεκρό μωρό, ο ίδιος ο κόσμος είναι το κακό όνειρο» 
«Ξέρεις τι είναι ένα ποίημα, Έστερ; Όχι, τι είναι; θα έλεγα εγώ. Ένας σβόλος χώμα. Τότε, πάνω που θ` άρχιζε να χαμογελάει και να κορδώνεται, εγώ θα έλεγα: Το ίδιο και τα πτώματα που πετσοκόβεις. Το ίδιο και οι άνθρωποι που νομίζεις ότι θεραπεύεις. Είναι χώμα και τίποτε άλλο. Θαρρώ ότι ένα καλό ποίημα ζει περισσότερο απ` ό,τι εκατό απ` αυτούς τους ανθρώπους μαζί»
‘‘… Λόγια, αμυδρά οικεία, αλλά κάπως στριμμένα, σαν πρόσωπα σε παραμορφωτικό καθρέφτη, πέρασαν χωρίς να αφήσουν την παραμικρή εντύπωση στη γυάλινη επιφάνεια του εγκεφάλου μου… Τα γράμματα μεγάλωναν με ακίδες σαν κέρατα κριαριών. Τα παρατηρούσα να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο και να τρέμουν πάνω και κάτω με ένα ανόητο τρόπο… Κι ύστερα συνδέθηκαν μεταξύ τους σε φανταστικά σχήματα, όπως τα αραβικά ή τα κινέζικα… ’’.
‘‘…Είδα τον εαυτό μου να κάθομαι στη διχάλα της συκιάς, πεθαίνοντας από την πείνα,μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσα να αποφασίσω ποιο σύκο να επιλέξω’’
‘‘Προσπάθησα να μιλήσω με ψυχρό, ήρεμο τρόπο, αλλά το ζόμπι ανέβηκε στο λαιμό μου και με έπνιξε’’.
‘… κάτι ξεπήδησε μέσα από το φωτιστικό, κάτι σαν γαλάζια αστραπή και με τράνταξε ώσπου τα δόντια μου άρχισαν να κροταλίζουν και προσπάθησα να τραβήξω τα χέρια μου, μα είχαν κολλήσει και ούρλιαξα, ή τουλάχιστον ένα ουρλιαχτό βγήκε απ’ το λαρύγγι μου γιατί δεν το αναγνώρισα, μα το άκουσα να ωρύεται και να πάλλεται σαν πνεύμα που αποσπάσθηκε βιαίως από το σώμα που το φιλοξενούσε’’
‘‘Όταν έφτασε η ώρα να το κάνω, το δέρμα στους καρπούς μου φαινόταν τόσο λευκό και ανυπεράσπιστο, που δεν μπόρεσα. Έμοιαζε σαν αυτό που ήθελα να σκοτώσω να μη βρισκόταν εκεί μέσα στο δέρμα ή στον αδύναμο μπλε σφυγμό που αναπηδούσε κάτω από τον αντίχειρά μου, αλλά κάπου αλλού, βαθύτερα, πιο μυστικό, και πιο δύσκολο να φτάσω’’.
Μα δεν ήμουν σίγουρη. Καθόλου σίγουρη. Πως ήξερα ότι κάποια μέρα, στο κολέγιο στην Ευρώπη, κάπου, οπουδήποτε, ο γυάλινος κώδωνας, με τις ασφυκτικές του παραμορφώσεις, δεν θα με έκλεινε ξανά μέσα του’’ ;


ΠΗΓΗ: Sylvia Plath, Ο γυάλινος κώδων, μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου, εκδόσεις Μελάνι, Οκτώβριος 2007

Anne Sexton, Ο θάνατος της Σίλβια, για τη Σίλβια Πλαθ



Σχετική εικόνα
Ω Σίλβια, Σίλβια,
μ’ ένα νεκρό κουτί γεμάτο πέτρες και κουτάλια,
με δυο παιδιά, δυο διάττοντες
που τριγυρνούν αδέσποτοι σ’ ένα μικρό δωμάτιο παιχνιδιών,
με το στόμα σου στο σεντόνι
στο δοκάρι της στέγης, στη βουβή προσευχή,
(Σίλβια, Σίλβια
πού πήγες
αφού μου έγραψες
από το Ντεβονσάιρ
για την καλλιέργεια της πατάτας
και τη μελισσοκομία;)
σε τι παραστεκόσουν,
πώς πλάγιασες μέσα του έτσι απλά;
Κλέφτρα! -
πώς σύρθηκες μέσα του
πώς σύρθηκες μονάχη
μέσα στο θάνατο που επιζητούσα τόσο έντονα,
για τόσο καιρό
μέσα στο θάνατο που και οι δυο μας λέγαμε πως ξεπεράσαμε
αυτόν που φορούσαμε στα λιπόσαρκα στήθη μας
αυτόν για τον οποίο μιλούσαμε τόσο συχνά, κάθε φορά
που κατεβάζαμε τρία έξτρα ντράι μαρτίνι στη Βοστόνη
τον θάνατο που μίλαγε για αναλυτές και θεραπείες
τον θάνατο που μίλαγε σαν πολύφερνη νύφη
τον θάνατο που του κάναμε προπόσεις
- τα κίνητρα και μετά η αθόρυβη πράξη;
(Στη Βοστόνη
οι πεθαμένοι
μπαίνουν σε ταξί
ναι, ο θάνατος πάλι,
αυτή η επιστροφή στο σπίτι
με το το αγόρι μας).
Ω, Σίλβια, θυμάμαι τον νυσταγμένο τυμπανιστή
που κρατούσε τον ρυθμό στα μάτια μας με μια παλιά ιστορία
πώς ήθελε να τον αφήσουμε σαν σαδιστής
να πλησιάσει ή σαν νεράιδα Νεοϋορκέζα
να κάνει την δουλειά του,
μια αναγκαιότητα, ένα παράθυρο στον τοίχο ή ένα λίκνο·
κι αυτό περίμενε από τότε
κάτω από την καρδιά μας, στο ντουλάπι μας,
και βλέπω τώρα ότι τον αποθησαυρίζουμε
χρόνο με τον χρόνο, παλιές αυτοκτονίες
και δοκιμάζω με το νέο του θανάτου σου
μια γεύση του απαίσια, που μοιάζει με αλάτι.
(Κι εγώ,
κι εγώ επίσης.
Και τώρα, Σίλβια,
εσύ ξανά
με τον θάνατο ξανά
αυτή η επιστροφή στο σπίτι
με το το αγόρι μας).
Και λέω μόνο,
με τα μπράτσα απλωμένα σ’ αυτόν τον πέτρινο τόπο,
τι άλλο είναι ο θάνατός σου
από ένα παλιό προσωπικό αντικείμενο,
ένα σημάδι που έπεσε
από ένα σου ποίημα;
(Ω, φίλη μου,
όσο έχει κακό φεγγάρι
και ο βασιλιάς έχει εξαφανιστεί
και η βασίλισσα είναι σε πλήρες αδιέξοδο,
ο θαμώνας των μπαρ πρέπει να τραγουδά!)
Ω, μικροσκοπική μητέρα
κι εσύ επίσης!
Ω, αστεία δούκισσα!
Ω, ξανθό κορίτσι!

ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ

Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.
Κάποτε ένας μεγάλος βασιλιάς μάζεψε τους σοφούς της αυλής του και τους είπε:
«Φτιάχνω ένα πολύ όμορφο δαχτυλίδι. Έχω το πιο όμορφο διαμάντι του κόσμου. Θέλω όμως να βάλω μέσα στο δαχτυλίδι ένα μήνυμα το οποίο θα μου φανεί χρήσιμο σε καιρό απόλυτης και μεγάλης απελπισίας. Το μήνυμα πρέπει να είναι μικρό για να χωράει κάτω από το διαμάντι».
Ήταν όλοι τους σοφοί και σπουδαίοι επιστήμονες. Έψαξαν τα βιβλία τους , σκέφτηκαν, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν κάτι. O βασιλιάς είχε έναν γέρο υπηρέτη που ήταν σαν πατέρας του. Η μητέρα του βασιλιά πέθανε πολύ νέα κι από τότε τον πρόσεχε ο γέρος αυτός υπηρέτης. Ο βασιλιάς έτρεφε απέραντο σεβασμό και αγάπη γι΄αυτόν. Ο υπηρέτης, λοιπόν, είπε του βασιλιά:
«Δεν είμαι σοφός, ούτε επιστήμονας, ούτε καν σπουδαγμένος. Αλλά ξέρω το μήνυμα που ψάχνεις-γιατί υπάρχει μόνο ένα μήνυμα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να στο δώσουν. Μπορεί να σου δοθεί μόνον από έναν μυστικιστή, από έναν άνθρωπο που έχει συνειδητοποιήσει τον εαυτό του. Στην μακρόχρονη παραμονή μου στο παλάτι γνώρισα λογιών λογιών ανθρώπους. Κάποτε ένας τέτοιος φωτισμένος μυστικιστής ήταν προσκαλεσμένος του πατέρα σου και ήμουνα στις διαταγές του όλο το διάστημα που έμεινε εδώ. Όταν έφευγε, σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης μου έδωσε αυτό το μήνυμα», και ο υπηρέτης το έγραψε σε ένα μικρό κομματάκι χαρτί, το τύλιξε και είπε του βασιλιά:
«Μην το διαβάσεις, μόνο κρύψτο μέσα στο δαχτυλίδι. Άνοιξε το μόνο όταν όλα τα άλλα που έχεις δοκιμάσει έχουν αποτύχει, όταν βλέπεις ότι δεν υπάρχει καμμία άλλη διέξοδος».
Και σύντομα ήρθε για τον βασιλιά μια τέτοια ώρα. Ο βασιλιάς έχανε το βασίλειό του, εχθροί τον κυνηγούσαν κι αυτός κάλπαζε απελπισμένος πάνω στο άλογό του προσπαθώντας να σώσει τη ζωή του.
Ήταν μόνος, οι εχθροί πίσω του, αναρίθμητοι. Έφτασε σ΄ ένα μέρος που ήταν αδιέξοδο. Δεν μπορούσε να πάει ούτε μπροστά , ούτε πίσω. Ξαφνικά, θυμήθηκε το δαχτυλίδι. Το άνοιξε, έβγαλε το χαρτί το οποίο απλά έγραφε:
«Και αυτό θα περάσει».
Καθώς διάβαζε, έμεινε σιωπηλός. Όλα σιώπησαν, μέσα του και γύρω του.
«Κι αυτό θα περάσει».
Και πέρασε. Όλα περνούν, τίποτα δε μένει το ίδιο. Οι εχθροί που τον κυνηγούσαν, πρέπει να χάθηκαν στο δάσος ή να πήραν λάθος κατεύθυνση. Έπαψαν να τον κυνηγούν. Ο βασιλιάς ήταν ευγνώμων και στον υπηρέτη και στον άγνωστο μυστικιστή.
Αυτές οι λίγες λεξούλες αποδείχτηκαν θαυματουργές. Ξανάβαλε το χαρτάκι μέσα στο δαχτυλίδι του, μάζεψε τα στρατεύματά του και κατάφερε να κυριέψει πάλι το βασίλειό του. Όταν έμπαινε θριαμβευτής στην πρωτεύσουσά του, αισθανόταν μεγάλη περηφάνια.
Όλοι γιόρταζαν ανά την επικράτεια, παντού ακούγονταν μουσικές και ο κόσμος χόρευε στους δρόμους. Ο πιστός υπηρέτης περπατούσε δίπλα του ανάμεσα στη συνοδεία του. Του είπε:
«Αυτή η στιγμή είναι επίσης κατάλληλη: ξαναδιάβασε το μήνυμα ».
Ο βασιλιάς ξαφνιάστηκε.
«Τι εννοείς? Τώρα είμαι νικητής, οι υπήκοοί μου πανηγυρίζουν. Δεν βρίσκομαι σε απόγνωση. Δεν βρίσκομαι σε μια κατάσταση που να μοιάζει αδιέξοδη».
Ο γέρο-υπηρέτης απάντησε:
«Άκου. Αυτό είπε ο φωτισμένος εκείνος άνθρωπος και σε μένα τότε: αυτό το μήνυμα δεν είναι μόνο για ώρες απόγνωσης και απελπισίας. Δεν είναι μόνο για όταν αισθάνεσαι ή είσαι νικημένος. Είναι, επίσης, και για όταν είσαι θριαμβευτής. Όχι μόνο για όταν είσαι ο τελευταίος αλλά και για όταν είσαι ο πρώτος».
Και ο βασιλιάς άνοιξε το δαχτυλίδι, διάβασε πάλι το μήνυμα. «Και αυτό θα περάσει», και ξαφνικά η ίδια σιωπή μέσα του.
Τα πλήθη εξακολουθούσαν να πανηγυρίζουν και να χορεύουν. Η υπερηφάνεια, η έπαρση, το εγώ του είχε εξαφανιστεί. Όλα περνούν. Ζήτησε από τον υπηρέτη του να έρθει και να καθίσει μαζί του και τον ρώτησε:
« Υπάρχει τίποτα άλλο? Όλα περνούν.. Το μήνυμά σου με βοήθησε αφάνταστα».
Ο πιστός υπηρέτης μίλησε ξανά:
«Το τρίτο πράγμα που ο σοφός εκείνος άνθρωπος είπε ήταν: θυμήσου, κάθε τι περνάει, όλα περνούν. Μόνο εσύ παραμένεις, εσύ παραμένεις για πάντα ως μάρτυρας, ως παρατηρητής».
ΠΗΓΗ:
http://epikuros-epikuros.blogspot.gr /2014/02/blog-post_10.html

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη

Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.

Τα μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν
- κανείς δεν τα κουρντίζει.
Κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους δεν είναι
για να δω την ώρα, μα το ίδιο μου το πρόσωπο
καθρεφτισμένο στο γυαλί τους, περίεργα άσπρο,
γύψινο, απαθές σαν έξω από το χρόνο, ενώ στο
σκοτεινό τους βάθος, οι σταματημένοι δείχτες,
πίσω ακριβώς από το είδωλο μου, είναι ένα
ασάλευτο νυστέρι που πια δεν έχει ν' ανοίξει
ένα τραύμα, δεν έχει να μου αφαιρέσει τίποτα
- φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι' αδημονία....

Μια αόριστη ομίχλη στέκεται ανάμεσα στα πάντα.
Αυτή η ωραία αοριστία είναι η μοναδική πραγματικότητα, 
φτιάχνει από μένανε μια ξένη, μακρινή κι άτρωτη σχεδόν, 
όπως εκείνη η κηλίδα στην ομίχλη, 
και χαίρομαι μ’ αυτήν την ελαφρότητα, 
μ’ όλο που τη φοβούμαι κάπως. 
Αν βγάλω τούτα τα βραχιόλια, 
αν λύσω τη νύχτα τα μαλλιά μου, 
αν λύσω τα κορδόνια απ’ τα σαντάλια μου, 
προπάντων αν βγάλω ετούτα τα βαριά περιδέραια,
που μου κρατούν τον λαιμό σαν χαλκάδες, 
θαρρώ πως θα φύγω προς τα πάνω, θα εξαερωθώ. 
Δε θα το’θελα. Ίσως γι’ αυτό τα φορώ. 
Με στερεώνουν κατά κάποιον τρόπο, 
παρ’ ότι μ’ ενοχλούν συχνά τα φορώ και στον ύπνο μου, 
σαν να’μαι ένα σκυλί που εγώ ή ίδια 
το’ χω δέσει μπρος σε μια πεσμένη πόρτα. 


Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη (4η Διάσταση)

Ρολάν Μπαρτ, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου

Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.
"Η γλώσσα μου είναι ένα δέρμα. Τρίβω τη γλώσσα μου πάνω στον άλλον: σάμπως να είχα λέξεις στη θέση των δαχτύλων η δάχτυλα στις άκρες των λέξεών μου. Η γλώσσα μου τρέμει από πόθο. Η ταραχή πηγάζει από μια διπλή επαφή: αφενός, μια ολόκληρη φραστική δραστηριότητα καταδείχνει έμμεσα και διακριτικά ένα και μοναδικό σημαινόμενο, το «σε ποθώ», που το αποδεσμεύει, το τροφοδοτεί, το υποδιαιρεί, το κάνει να εκρήγνυται (η γλώσσα ηδονίζεται με την αφή του εαυτού της)∙ αφετέρου, τυλίγω τον άλλον μέσα στις λέξεις μου, τον χαϊδεύω, τον ψηλαφώ, συντηρώ την ψηλάφηση, ξοδεύομαι προσπαθώντας να εξασφαλίσω τη διάρκεια αυτού του σχολιασμού στον οποίον υποβάλλω τη σχέση.
(Μιλώ ερωτικά, σημαίνει: δαπανώ ατέρμονα, χωρίς να διέρχομαι καμιά κρίση. Σημαίνει: επιδίδομαι σε μια σχέση χωρίς οργασμό. Υπάρχει ίσως μια λογοτεχνική φόρμα που αντιστοιχεί σ’ αυτό το coϊtus reservatus: είναι το μαριβοντάζ*)."

https://www.thepressproject.gr/article/7910/pospasmata-tou-erotikou-logou

Μποστ, ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ (απόσπασμα)


Αποτέλεσμα εικόνας για το επάγγελμα της μητρός μου
Όταν η μητέρα μου, την ώρα που τρώγαμε, ανάγγειλε στον πατέρα μου ότι θα γίνει πόρνη, εκείνος, που ήταν παλαιών αρχών, θέλησε με κάθε τρόπο να την αποτρέψει. Δεν το εύρισκε σωστό ν’ ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα.
― Γιατί ειδικώς θέλεις ν’ ακολουθήσεις αυτό το επάγγελμα και να γίνεις πόρνη; την ρώτησε με καλωσύνη, σκουπίζοντας το στόμα του με την πετσέτα.
― Για να κερδίσω χρήματα και να είμαι αυτάρκης. Δεν θέλω συνεχώς να σου ζητώ χρήματα, είπε, βάζοντας λίγη σούπα στα πιάτα μας.
Ο πατέρας μου έμεινε για λίγο σκεπτικός. Μετά της είπε:
― Οι προθέσεις σου, βεβαίως, είναι αγαθές και η επιθυμία σου να συμβάλεις με το κατά δύναμιν, με συγκινεί αφαντάστως. Αλλά είσαι τόσον βεβαία ότι με τον κλάδον τον οποίον θα ακολουθήσης, θα κερδίσης αρκετά;
Η μητέρα μου ετίναξεν υπερήφανα το κεφάλι προς τα πίσω όπως το συνήθιζεν και απήντησε.
― Ναι, το πιστεύω. Είμαι υπερβεβαία ότι θα κερδίσω.
Ένα αδιόρατο χαμόγελο φάνηκε στην άκρη των χειλιών του. Ήξερα ότι ήταν ρεαλιστής και δεν επείθετο εύκολα.
― Τότε, ημπορείς να μου αναφέρεις μερικά ονόματα γυναικών αι οποίαι να επλούτισαν με αυτό το επάγγελμα; Και εάν μου αναφέρεις και κατορθώσεις να με πείσεις, τότε εγώ ο ίδιος, υπόσχομαι να σε βοηθήσω και να σου δώσω τα αρχικά κεφάλαια, ώστα να θέσεις τας βάσεις μιας αποδοτικής εργασίας.
Την ώρα που ο μπαμπάς μασούσε, η μαμά του ανέφερε μερικά ονόματα γνωστών της κυριών.
― Ορίστε, συμπλήρωσε. Αυτές πώς κερδίζουν χρήματα;
Ο πατέρας μου την κοίταξε μειδιώντας συγκαταβατικά. Έπειτα έβγαλε τα γυαλιά του, τα ύγρανε κι άρχισε να τα καθαρίζει με αργές κινήσεις.
― Μα, αγαπητή μου, γιατί ομιλείς σαν παιδί; Αυτές έχουν γνωριμίες που τις καλλιεργούν εδώ και 20 χρόνια. Δεν νομίζω ότι θα έχεις τας επιτυχίας αυτών. Αυταί επεδόθησαν από μικράς ηλικίας, κατέχουν το επάγγελμα καλώς κι έχουν αποκτήσει πείραν και ειδικότητα. Δεν ημπορείς εσύ εις την ηλικίαν των 45 ετών να κάνεις καριέραν. Πολύ φοβούμαι, ότι δεν σταθμίζεις καλώς τα πράγματα και οι κόποι σου θα αποβούν επί ματαίω…
― Τουλάχιστον, θα έχω την ικανοποίησιν ότι δοκίμασα.
― Δεν αντιλέγω. Αλλά νομίζω ότι σκέπτεσαι ολίγον επιπολαίως. Πιστεύω ότι δεν είναι κλίσις, αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά να… πώς να το πούμε… το θεωρώ δι’ εν περαστικόν καπρίτσιο.
― Πόσον λίγο με ξέρεις… είπεν η μητέρα μου αρκετά πειραγμένη.
― Αλλ’ ακριβώς, επειδή σε γνωρίζω καλώς, δι’ αυτό επιμένω, συνέχισεν ο πατέρας μου. Έχω την εντύπωσιν, ότι μετά δύο-τρεις μήνας θα σου λείψει ο ενθουσιασμός. Θα σου λείψει η απαραίτητος πίστις δια να συνεχίσεις.
― Σου ορκίζομαι εις τα παιδιά μας, είπε με σταθερή φωνή η μητέρα μου χαϊδεύοντάς μας με το στοργικό της βλέμμα. Σου υπόσχομαι ότι θα υπηρετήσω πιστά το επάγγελμα που διάλεξα. Θέλω κάποια μέρα να είσαι υπερήφανος για μένα.
Ο πατέρας μου τότε δεν έφερε αντίρρησιν και τέλος εκάμφθη.
― Έστω, είπεν. Τότε δεν έχω παρά να σου ευχηθώ καλήν πρόοδον και ευόδωσιν εργασιών.

ΠΗΓΗ Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού:
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=529&author_id=30

Το σκιάχτρο του ΟΖ


Φωτογραφία της Joanna Ampatzi.

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ



Απόσπασμα από το ποίημα της Μάτση Χατζηλαζάρου 
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ
[...]
εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα
σ' ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m' abysses
tu m' oasis
je te gougouch
je me tombeau bientôt
εσένα σ' έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ' έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
σ' έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
σε μίσχος
σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα α μ' αρέσει
δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω
απ' τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό-
γραμμά σου
tu m' es Mallarmé Rimbaud Apollinaire
je te Wellingtonia
je t'ocarina
εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
σ' έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ σ' έχω άρωμα έρωτα
σ' έχω μαύρο λιοντάρι
σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-
λούλουδου
εσύ κένταυρου ζέση
εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
je te ouf quelle chaleur
tu m' accèdes partout presque
je te glycine
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το' χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα' χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ
 Πηγή: www.lifo.gr

23 Μαρ 2017

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ "Ο Κάφκα στην ακτή" Χαρούκι Μουρακάμι


«Μερικές φορές το πεπρωμένο είναι σαν μια μικρή αμμοθύελλα που αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση. Κι εσύ μπορεί να αλλάξεις κατεύθυνση αλλά η αμμοθύελλα σε κυνηγάει. Στρίβεις ξανά, η αμμοθύελλα όμως σ’ ακολουθεί και συνεχίζεις ακατάπαυστα, σαν να χορεύεις έναν δυσοίωνο χορό με τον θάνατο, λίγο πριν ξημερώσει. Γιατί; Επειδή αυτή η αμμοθύελλα δεν ήρθε από κάπου μακριά, δεν είναι κάτι που δεν έχει σχέση με σένα.
Αυτή η αμμοθύελλα είσαι εσύ. Βρίσκεται μέσα σου. Έτσι, δεν έχεις παρά να της παραδοθείς, να μπεις μέσα της, να κλείσεις τα μάτια σου και να βουλώσεις τα αυτιά σου, για να μην περάσει μέσα σου η άμμος, και βήμα βήμα να τη διασχίσεις. Δεν υπάρχει ήλιος εκεί, ούτε φεγγάρι, ούτε πυξίδα, καμία αίσθηση του χρόνου. Μόνο η υπέροχη λευκή άμμος που στροβιλίζεται και υψώνεται ψηλά στον ουρανό σαν σκόνη από κονιορτοποιημένα οστά. Μια τέτοια αμμοθύελλα πρέπει να φανταστείς. […]
Και πρέπει στ’ αλήθεια να περάσεις μέσα από αυτή την άγρια, μεταφυσική, συμβολική αμμοθύελλα. Ανεξάρτητα από το πόσο μεταφυσική ή συμβολική είναι, εσύ μην κάνεις το λάθος και την παραβλέψεις: θα σε χαρακώσει βαθιά, σαν χίλια ξυραφάκια. Εκεί πολλοί θα ματώσουν, αλλά θα ματώσεις κι εσύ. Καυτό κόκκινο αίμα. Το αίμα τούτο θα βάψει τα χέρια σου, αίμα δικό σου και των άλλων.
Και μόλις η θύελλα κοπάσει, δε θα θυμάσαι πώς κατάφερες να τη διασχίσεις, πώς κατάφερες να επιζήσεις. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζεις πως η θύελλα κόπασε. Ένα όμως είναι βέβαιο. Όταν βγεις από κει μέσα, δε θα είσαι το ίδιο άτομο με εκείνο που μπήκε. Περί αυτού πρόκειται.»

Χαρούκι Μουρακάμι «Ο Κάφκα στην ακτή» σελ 10-11 εκδ. Ψυχογίος

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ" ΤΟΥ ΟΔ. ΕΛΥΤΗ


Αντιφωνητής: [...]Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι άλλου – που μόνο αυτή τ' ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.
Μαρία Νεφέλη: Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι» Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το παράκανα. Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει.

ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ)

ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ

ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ Ή ΑΡΑΙΩΜΑ (από τα εργαστήρια Πως να Γράψεις, για πρώην και νυν μαθητές)
- Βασικά, ουσιαστικά, αληθινά, αλήθεια, πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά: τα πρώτα 4, να μην χρησιμοποιούνται παρα μόνον σε διάλογο, σπάνια. Τα τελευταία 3, ακόμα πιο σπάνια. 
- Όλα τα επιρρήματα (απλώς, εντελώς κλπ) καλό είναι να χρησιμοποιούνται με το σταγονόμετρο ή καθόλου. Τα αρχαιοπρεπή (ολοσχερώς, καθέτως, ανεπιφύλακτα/ως, ουσιαστικώς κλπ) μόνον σε διάλογο, σαρκαστικά ή για να τονιστεί κάτι. 
- Και μετά, και τότε: μόνον σε αλλαγή παραγράφου, όταν πρόκειται να συμβεί κάτι. Δηλαδή πχ «Η Μαρία έβαλε να φάει.
Και τότε άνοιξε η πόρτα και όρμησε μέσα ο Λευτέρης». Όχι «Η Μαρία έβαλε να φάει, και μετά έκοψε και μια φέτα ψωμί». 
- Είναι το ένα και το αυτό: τζους
- Η μία ή η άλλη: επίσης
- Πρωτεύον, δευτερεύον, τριτεύον (το ‘πρώτο, δεύτερο, τρίτο’ αρκεί).
- Μόνο/ν : όχι «είμαι μόνο ο αδερφός της» (κακο-μετάφραση του αγγλικού “I’m only her brother”), ούτε «πήγε μόνο να αλλάξει μια λάμπα» αλλά σε διάλογο ναι, «ήρθα μόνο να σου αλλάξω τη λάμπα». Ενίοτε και «έφαγε μόνο ένα βραστό αυγό» όταν έχει σημασία το ότι είναι άφαγος. 
- Εδώ που τα λέμε/ για να λέμε την αλήθεια: όχι. 
 - Συχνά, συνήθως, μάλλον: με μέτρο. Όχι «συναντιούνται συχνά, μια φορά τη βδομάδα» αλλά «βλέπονται συχνά» χωρίς προσδιορισμό πότε. Ο προσδιορισμός πετάει έξω το «συχνά» και το «συνήθως». Το «μάλλον τον αγαπάει» επίσης δεν παίζει – ή τον αγαπάει ή όχι. Ακόμα και το «μάλλον είναι νεκρός» είναι λάθος, το σωστό, αν υπάρχουν αμφιβολίες, είναι «νομίζω ότι είναι νεκρός». 
- Η αβεβαιότητα και ο δισταγμός δεν μεταφέρονται καλά στο χαρτί. Αν ο χαρακτήρας διστάζει και είναι αβέβαιος, να χτιστεί η συμπεριφορά του έτσι ώστε να φαίνεται χωρίς να γράφεται.
- Όσον αφορά («ήταν καλό όσον αφορά τα λεφτά») . Ίου. 
- Η προσωπική μου γνώμη/ εγώ προσωπικά: μόνον αν πρέπει να τονιστεί στον διάλογο, πχ όταν το χρησιμοποιεί κάποιος ενοχλητικά. Επίσης, σε σαρκασμό ή ειρωνεία. 
- Όλοι, με πιθανή εξαίρεση τον Λευτέρη: δηλαδή; Θα έρθει ο Λευτέρης ή είναι αναποφάσιστος; 
- Μπήκε στην διαδικασία του μαγειρέματος/φαγητού/ύπνου: όχι. Μπήκε στην κουζίνα, αν πρέπει να μπει κάπου, ή έστρωσε το κρεβάτι του. 
- Απόλυτα σίγουρη/σχεδόν σίγουρη (το «σίγουρη» είναι απόλυτο από μόνο του, και το «σχεδόν» το αποδυναμώνει)
- Τον μήνα Ιούλιο: σκέτος Ιούλιος. Ξέρουμε ότι πρόκειται για μήνα και όχι για Καίσαρα. 
- Ίσως να μπορεί να βοηθήσει: ας αποφασίσει και ας μας το πει μετά. 
 - Μην χρησιμοποιείτε 2 ρήματα εκεί που βολεύεται η κατάσταση με 1 («έσκυψε πάνω στο πιάτο του και άρχισε να τρώει χωρίς να μιλάει» πχ γίνεται καλύτερο: «έτρωγε αμίλητος, σκυμμένος πάνω από το πιάτο του» ή ακόμα καλύτερο: «έτρωγε βιαστικά, αμίλητος» (εκτός κι αν έχουμε λόγο να ξέρουμε ότι έσκυβε πάνω από το πιάτο του – γιατί; Έψαχνε για τρίχα; Για να μην βλέπει τον απέναντί του; Είχε μυωπία; Του έπεσε ο φακός στο πιάτο;)
- Οι πρακτικές διαδικασίες που είναι γνωστές δεν θέλουν υπερ-ανάλυση (ούτε πολλά ρήματα) : πχ «έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε το πορτοφόλι του, το άνοιξε, διάλεξε ένα εικοσάρικο, άπλωσε το χέρι προς το μέρος του Λευτέρη, του χαμογέλασε και του το έδωσε». 800 ρήματα για να πούμε ότι «του έδωσε ένα ρημάδι εικοσάρικο». Ή «έβγαλε ένα εικοσάρικο από το πορτοφόλι του και του το έδωσε χαμογελώντας», αν ντε και καλά δεν νοιώθουμε καλά με ένα σκέτο ρήμα…

ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=616077045257634&id=100005660320502