ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΟΤΟΠΙΑ




Για μικρά tips που θα κάνουν τη συγγραφική ζωή σας ευκολότερη,
Στην κατηγορία λέξεις για τις λέξεις, συγγραφείς μιλούν για τη συγγραφή.
μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ποίηση και
αποσπάσματα βιβλίων, παλιών, νέων, αγαπημένων.
Στην κατηγορία λογοτεχνικά είδη,
θα βρείτε κείμενα της θεωρίας της λογοτεχνίας
και επιστημονικές εργασίες.

19 Μαρ 2013

ΔΙΗΓΗΜΑ, Η Αλεξία


          

Ξύπνησε όπως κάθε πρωί στις επτά. Τι κι αν ήταν Κυριακή, οι συγγραφείς πρέπει να έχουν ένα πρόγραμμα, έτσι του είχαν πει και το πίστευε. Ίσιωσε το τσουλούφι του, έριξε νερό στο πρόσωπό του κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Η δεσποινίς Φρόσω του είχε στρώσει για πρωινό και είχε φέρει τις κυριακάτικες εφημερίδες. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να το κάνει αλλά συνέχιζε, λες και δεν είχε βγει στη σύνταξη, λες και δεν είχε πεθάνει το αφεντικό της, λες κι ήταν η γιαγιά του κι έπρεπε να συνεχίζει να τον φροντίζει μέχρι να πεθάνει. Χαμογέλασε.

Η μέρα ξεκινούσε όπως θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει. Τεντώθηκε με ευχαρίστηση. Καταβρόχθισε το πρωινό του και γέμισε την κούπα του με καφέ. Όλα τέλεια ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Όμως, κάτι δεν του πήγαινε καλά απ’ τη στιγμή που είχε ξυπνήσει. Γιατί να έχει, άραγε, αυτή την περίεργη διάθεση; Ήταν Κυριακή, είχε φάει σαν λόρδος και σε λίγο θα ξεκινούσε το γράψιμο. Τρία κεφάλαια ακόμα και θα τελείωνε.  Κι όμως, ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι τον εμπόδιζε να απολαύσει τη μέρα του. Αποφάσισε να μη δώσει σημασία. Άρπαξε την κούπα και τις εφημερίδες και κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Η κίνηση κάτω στο δρόμο είχε ξεκινήσει. Χάζεψε για λίγο τους περαστικούς και τα καπέλα τους, ρούφηξε τον καφέ του κι άπλωσε μια εφημερίδα στα γόνατά του.


Τότε κατάλαβε πως τίποτα δεν πήγαινε καλά. Ποτέ άλλοτε δεν είχε αναστατωθεί τόσο από μια εφημερίδα. Την πέταξε, άρπαξε τη δεύτερη, ύστερα την τρίτη. Τα ίδια. Έτρεξε στη βιβλιοθήκη κι άρχισε να ξεφυλλίζει και να ρίχνει ένα ένα τα βιβλία στο πάτωμα. Ανακάτεψε το γραφείο του. Αδύνατον. Απλά αδύνατον. Πανικός Δεν ήταν αυτά που διάβαζε που τον τάραζαν. Ήταν αυτά που δεν διάβαζε. Δεν μπορούσε. Στ’ αλήθεια δεν μπορούσε να διαβάσει ούτε γραμμή. Έτσι απλά. Τα πάντα του έμοιαζαν αλαμπουρνέζικα. Τίποτε δεν έβγαζε νόημα. Πανικός, πανικός. Ένιωσε το σώμα του να τσακίζεται στο πάτωμα.

 Η δεσποινίς Φρόσω τον βρήκε αναίσθητο στη βάση της σκάλας ανάμεσα σε  χαρτιά και βιβλία. Τον συνέφερε όπως όπως και κάλεσε έναν γιατρό.  Προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Τον έβαλε να ξαπλώσει στον καναπέ. Μάζεψε όλη την αναστάτωση που είχε δημιουργήσει. Του τραγούδησε ακόμα κι ένα τραγούδι από εκείνα που του έλεγε όταν ήταν μικρός. Πήγε να της μιλήσει, μα δεν τον άφησε. Συνέχισε να του τραγουδά μέχρι που χτύπησε το κουδούνι
.
Ο γιατρός δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ήταν σπάνιο αυτό που του είχε συμβεί, μία στο εκατομμύριο να τύχει κάτι τέτοιο, του είπε, και του σύστησε να βρει κάποιον έμπειρο νευρολόγο. Η δεσποινίς Φρόσω, τον χτύπησε με κατανόηση στην πλάτη. «Θα περάσει» του είπε. Εκείνος πάλι, νόμιζε πως το μυαλό του θα έφευγε απ’ το κεφάλι του. Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατά πάνω κάτω.  «Αηδίες», σκέφτηκε, «θα ξαναπροσπαθήσω» και συνέχισε να ξεφυλλίζει ότι έντυπο έβρισκε μπροστά του. Ήταν, όμως, αδύνατον να βγάλει νόημα. Όλα τα γράμματα του αλφαβήτου, όμορφα, καλλιγραφικά, στοιβαγμένα δίπλα δίπλα, μουντζούρες χωρίς νόημα. Ασπρόμαυρα σχήματα με ουρές, με βούλες, άλλα μικρά, άλλα μεγάλα, να γέρνουν μια εδώ μια εκεί, λες και τον κορόιδευαν. «Μα, είμαι συγγραφέας, πώς μπορεί να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο»; είπε.

Κι όμως, ο νευρολόγος που πήγε να δει την επομένη ήταν σαφής. Κοιτώντας έξω από το παράθυρο, σαν να μην τον ενδιέφερε διόλου η κατάσταση του ασθενούς του, εξήγησε πως αν οι θεραπείες δεν ευοδωθούν, από δω και πέρα θα ήταν πλέον σαν παιδί προσχολικής ηλικίας, που δεν βλέπει στα βιβλία παρά μόνο σχήματα και μουντζούρες. Γραμμές από μελάνι και τίποτε άλλο. Ο εγκέφαλός του δεν μπορούσε να κάνει πια την αποκωδικοποίηση των συμβόλων. Είχε καταστραφεί ένα τόσο δα μικρό σύμπλεγμα νευρώνων που βοηθούσε στη σύνδεση της εικόνας με τη σημασία της. Μια σπάνια πάθηση, να δεις πώς την ονόμασε... Δεν είχε σημασία.  «Δεν πρόλαβα ούτε να εκδοθώ» σκέφτηκε «Να είχα έστω εκδοθεί. Μα δεν είναι δυνατόν να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο».

Έπιασε ένα στυλό να δοκιμάσει αν μπορεί τουλάχιστον να γράψει.  Παραδόξως τα χέρια του φάνηκαν να υπακούν και το χαρτί γέμισε με ακαταλαβίστικα πλέον για τον ίδιο σχήματα. Για ώρα συνέχισε να γράφει χωρίς η σκέψη να ορίζει τα χέρια του. Πέταξε το χαρτί σ’ ένα συρτάρι. Κάθε μέρα, για τον επόμενο χρόνο, στην ειδική κλινική αποκατάστασης, έκανε εντατικές θεραπείες. Έπαιρνε με συνέπεια τα φάρμακα που του έδιναν, παρακολουθούσε τις νευρολογικές συνεδρίες και τα μαθήματα ανάγνωσης από το μηδέν. Που και που, απήγγειλε με δυνατή φωνή κάποιο ποίημα απ’ τα παλιά που ήξερε απ’ έξω. Η δεσποινίς Φρόσω, από την άλλη,  πήγαινε κάθε μέρα και τον έβλεπε και στο γυρισμό άναβε ένα κεράκι στον Άγιο Φανούριο. Για να του φανερωθούν ξανά τα γράμματα, έλεγε.

Κι έτσι έγινε. Φρέσκοι νευρώνες αντικατέστησαν τους κατεστραμμένους δημιουργώντας νέα μονοπάτια στον εγκέφαλό του και κατάφερε να συνέλθει.  Όταν του ανακοίνωσαν πως δεν χρειαζόταν άλλες θεραπείες και τον άφησαν να φύγει, γύρισε σπίτι ξαλαφρωμένος. Άνοιξε το συρτάρι για να πετάξει μέσα το εξιτήριο και βρήκε τις σημειώσεις της μέρας εκείνης που έγραφε χωρίς να μπορεί να διαβάζει.  Ξαφνιάστηκε όταν είδε πως το χαρτί ήταν γεμάτο με την ίδια λέξη: «αλεξία». Είχε μια φιλενάδα παλιότερα με αυτό το όνομα. Τον είχε παρατήσει. Του είχε πάρει σχεδόν ένα χρόνο για να την ξεπεράσει. Αλεξία, έλεγαν και αυτό που είχε πάθει. «Ωραίο όνομα για αρρώστια», είπε. «Να φροντίσω την επόμενη φορά να πάθω και καμία Ελένη».  Η δεσποινίς Φρόσω, πίσω του, γέλασε. «Τουλάχιστον δεν έχασες το χιούμορ σου» είπε και πήγε να του ετοιμάσει έναν καφέ.

Ευχαριστώντας θεούς και δαίμονες, έκλεισε τα μάτια κι άρπαξε στην τύχη ένα βιβλίο από το ράφι.  Το μόνο που ήθελε, ήταν να διαβάσει. Άνοιξε τα μάτια για να δει ποιο είχε διαλέξει. Για φαντάσου, σκέφτηκε, ένα βιβλίο με συνταγές μαγειρικής. Άλλοτε θα το επέστρεφε στη θέση του, τώρα όχι. Κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ και άρχισε να διαβάζει τη συνταγή για τα φασολάκια. Κάθε γράμμα, κάθε λέξη, κάθε κόμμα, κάθε τελεία, κάθε παράγραφο. Την διάβασε από πάνω προς τα κάτω, από κάτω προς τα πάνω, παράγραφο παρά παράγραφο, σειρά παρά σειρά. Θαύμασε τα κεφαλαία και τα μικρά, τις αποστάσεις, τα κενά, τα τυπογραφικά στοιχεία, έναν μικρό αναγραμματισμό και μια λάθος διπλή τελεία. «Φασολάκια λαδερά. Τι υπέροχα.» φώναξε κι έσφιξε το βιβλίο στην αγκαλιά του. «Εντάξει, αγόρι μου, αν τα πεθύμησες, θα σου μαγειρέψω» ακούστηκε η δεσποινίς Φρόσω μέσα από την κουζίνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου