Το Μαρουλόφυλλο
γαϊδάρου του φάνηκε πολύ καλή ή ιδέα της αλεπούς και πρόθυμα την ακολούθησε στην παραλία, εκεί που ο λύκος είχε ήδη ετοιμάσει τη βάρκα για τη βαρκάδα τους. Γάιδαρος κι αλεπού, αφού καλημέρισαν το λύκο μπήκαν μαζί του στη βάρκα και ξεκίνησαν για τη βαρκάδα τους.
Αφού απομακρύνθηκαν καλά καλά από την ακτή, η αλεπού έδειξε με τρόμο ένα μικρό κυματάκι που έσκασε πάνω στη βάρκα τους. «Ω, συμφορά!» φώναξε τάχα αναστατωμένη. «Τι τρέχει;» τη ρώτησαν οι άλλοι δύο. «Να, βλέπετε αυτό το μικρό κύμα; Έχω ένα προαίσθημα πως θα μεγαλώσει, πως θα έρθει και δεύτερο και τρίτο και στο τέλος θα έρθει ένα μεγαλύτερο και θα μας αναποδογυρίσει τη βάρκα!! Πρέπει να εξομολογηθούμε, αυτό είναι, να προλάβουμε να εξομολογηθούμε για να μην πεθάνουμε και δεν προλάβουμε να πούμε τα κρίματά μας!» Αρχίζεις εσύ κυρ-Λύκο, όλο και κάτι θα έχεις κάνει που θα χρειάζεται να εξομολογηθείς!» του είπε.
Ο λύκος αφού κάθισε και σκέφτηκε, είπε τελικά: «Ε, πρέπει να το ομολογήσω, δεν έχω και πολλά κρίματα. Μόνο λίγα πρόβατα ροκάνισα, λίγα γελάδια ξεκοκάλισα, λίγες κατσικούλες μοσχόφαγα» «Α, κυρ-λύκο, δεν είναι κρίματα αυτά, σιγά τα πράγματα, άντε συγχωρεμένος, τώρα σειρά μου!» Ο λύκος περίμενε με τη σειρά του την αλεπού να εξομολογηθεί τις αμαρτίες της. «Τώρα που το σκέφτομαι, είπε εκείνη, δεν έχω και πολλά κρίματα. Να, μόνο κάτι κότες ξεπουπούλιασα, κάτι κουνελάκια χλαπάκιασα, κάτι πουλιά ξεκοκάλισα». «Α, κυρά αλεπού, δεν είναι κρίματα αυτά, σιγά τα πράγματα, άντε συγχωρεμένη, σειρά του γάιδαρου»
Ο γάιδαρος τους κοίταξε και τους δυο και είπε κι αυτός «Ε, αφού εξομολογηθήκατε κι εσείς, ας εξομολογηθώ κι εγώ. Εμένα, ένα κρίμα μόνο με βασανίζει. Πέρσι το καλοκαίρι, ντάλα μεσημέρι, με φόρτωσε το αφεντικό μου μαρούλια κι έτσι όπως ήμουν πεινασμένος και διψασμένος έφαγα ένα λαχταριστό μαρουλόφυλλο που κρεμόταν έξω από το πανέρι»
«Τι έκανε λέει;» φώναξαν και οι δύο, αλεπού και λύκος στο γάιδαρο.
«Έφαγες μαρουλόφυλλο
χωρίς λάδι και χωρίς ξύδι;
Και πώς δεν επνιγήκαμε
σε τούτο το ταξίδι;»
Και αμέσως, αλεπού και λύκος, έβγαλαν την ετυμηγορία:
Ο γάιδαρος κατάλαβε πως τον είχαν παγιδέψει και θέλανε να τον φάνε από την αρχή, γι’ αυτό και είπε με λυπημένη φωνή στο λύκο, που ήταν και ο πιο κουτός απ’ όλους:
Δίκιο έχετε, το κρίμα μου μεγάλο και μου αξίζει να με φάτε. Τουλάχιστον να γλιτώσετε εσείς καλοί μου φίλοι. Όμως προτού με φάτε θα ήθελα να διαβάσετε τη διαθήκη που μου άφησε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, δεν είχα την ευκαιρία μέχρι στιγμής να τη διαβάσω. Αυτή είναι η τελευταία μου επιθυμία.»
«Εντάξει, του είπε ο λύκος, που είναι αυτή η διαθήκη να στη διαβάσω να τελειώνουμε!»
Ο γάιδαρος του είπε πως είναι γραμμένη στο πίσω πέταλό του και προτού προλάβει η αλεπού να προειδοποιήσει το λύκο, εκείνος σκύβοντας να δει στο πέταλο του γαιδάρου έφαγε μια τόσο δυνατή κλωτσιά που πετάχτηκε μακριά από τη βάρκα μέσα στο νερό. Ο γάιδαρος γύρισε τώρα προς την αλεπού αλλά προτού προλάβει να κλωτσήσει, εκείνη πήδηξε από μόνη της στα κρύα νερά και κολύμπησε προς τον λύκο. Έτσι, οι δύο πονηροί την πάτησαν γιατί θεώρησαν το γάιδαρο κουτό αλλά εκείνος αποδείχτηκε πιο έξυπνος απ’ όλους!
Διασκευή Λαϊκού παραμυθιού:
Ιωάννα Αμπατζή
Ιωάννα Αμπατζή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου