
VINCENT VAN GOGH σε 120 λέξεις
Ανακάτευε με μια σπάτουλα κίτρινο καδμίου και ώχρα. Στο τραπέζι δίπλα του, σωληνάρια και πινέλα πεταμένα σε ένα βρώμικο κουτί. Το δωμάτιο μύριζε νέφτι κι αψέντι. Κρύωνε,
φωτιά δεν υπήρχε. Πίεσε τη
μύτη της σπάτουλας στον Ανακάτευε με μια σπάτουλα κίτρινο καδμίου και ώχρα. Στο τραπέζι δίπλα του, σωληνάρια και πινέλα πεταμένα σε ένα βρώμικο κουτί. Το δωμάτιο μύριζε νέφτι κι αψέντι. Κρύωνε,
πίνακα μπροστά του και λίγο έλειψε να σκίσει τον καμβά. Φωνές ακούγονταν στο κεφάλι του. Την σκούπισε στην μπλούζα του, η σπάτουλα στράβωσε, την πέταξε, δεν είχε άλλη. Βρήκε ένα μαχαίρι με ευλύγιστη λάμα. Καλά δούλευε και μ’ αυτό. Συνέχιζε να ζωγραφίζει. Τα πάντα κυμάτιζαν στον πίνακα, σύννεφα, δέντρα, στέγες σπιτιών. Πήρε με το μαχαίρι κόκκινο και γέμισε την εξοχή του λουλούδια, παπαρούνες της Αρλ. Οι φωνές δυνάμωναν. Φασαρία στο κεφάλι του. Δεν ήθελε να ακούει άλλο. Με μια κίνηση έκοψε το αφτί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου