
Τα μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν
- κανείς δεν τα κουρντίζει.
Κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους δεν είναι
για να δω την ώρα, μα το ίδιο μου το πρόσωπο
καθρεφτισμένο στο γυαλί τους, περίεργα άσπρο,
γύψινο, απαθές σαν έξω από το χρόνο, ενώ στο
σκοτεινό τους βάθος, οι σταματημένοι δείχτες,
πίσω ακριβώς από το είδωλο μου, είναι ένα
ασάλευτο νυστέρι που πια δεν έχει ν' ανοίξει
ένα τραύμα, δεν έχει να μου αφαιρέσει τίποτα
- φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι' αδημονία....
- κανείς δεν τα κουρντίζει.
Κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους δεν είναι
για να δω την ώρα, μα το ίδιο μου το πρόσωπο
καθρεφτισμένο στο γυαλί τους, περίεργα άσπρο,
γύψινο, απαθές σαν έξω από το χρόνο, ενώ στο
σκοτεινό τους βάθος, οι σταματημένοι δείχτες,
πίσω ακριβώς από το είδωλο μου, είναι ένα
ασάλευτο νυστέρι που πια δεν έχει ν' ανοίξει
ένα τραύμα, δεν έχει να μου αφαιρέσει τίποτα
- φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι' αδημονία....
Μια αόριστη ομίχλη στέκεται ανάμεσα στα πάντα.
Αυτή η ωραία αοριστία είναι η μοναδική πραγματικότητα,
φτιάχνει από μένανε μια ξένη, μακρινή κι άτρωτη σχεδόν,
όπως εκείνη η κηλίδα
στην ομίχλη,
και χαίρομαι μ’ αυτήν την ελαφρότητα,
μ’ όλο που τη φοβούμαι
κάπως.
Αν βγάλω τούτα τα βραχιόλια,
αν λύσω τη νύχτα τα μαλλιά μου,
αν λύσω τα
κορδόνια απ’ τα σαντάλια μου,
προπάντων αν βγάλω ετούτα τα βαριά περιδέραια,
που μου κρατούν τον λαιμό σαν χαλκάδες,
θαρρώ πως θα φύγω προς τα πάνω, θα
εξαερωθώ.
Δε θα το’θελα. Ίσως γι’ αυτό τα φορώ.
Με στερεώνουν κατά κάποιον
τρόπο,
παρ’ ότι μ’ ενοχλούν συχνά τα φορώ και στον ύπνο μου,
σαν να’μαι ένα
σκυλί που εγώ ή ίδια
το’ χω δέσει μπρος σε μια πεσμένη πόρτα.
Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη (4η Διάσταση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου